Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σταυλίζω — Ν βλ. σταβλίζω … Dictionary of Greek
σταβλίζω — και σταυλίζω Ν [στάβλος] εγκαθιστώ ζώο σε στάβλο … Dictionary of Greek